Ἀχαιός

Ἀχαιός
ᾰχαιός
1 Achaean ἐὼν δ' ἐγγὺς Ἀχαιὸς οὐ μέμψεταί μ ἀνὴρ Ἰονίας ὑπὲρ ἁλὸς οἰκέων (i. e. an Achaean from Epirus: Ἀχαιοὶ γὰρ οἱ ἀπὸ τῆς Θεσσαλίας ταχθέντες ὑπὸ Νεοπτολέμῳ ἀπεπλάγχθησαν εἰς τὴν Μολοσσίαν καὶ κατῴκησαν εἰς τὴν Ἤπειρον Σ.) N. 7.64 Κλείτωρ καὶ Τεγέα καὶ Ἀχαιῶν ὑψίβατοι πόλιες i. e. of Arkadia N. 10.47 Τυνδαρίδας δ' ἐν Ἀχαιοῖς ὑψίπεδον Θεράπνας οἰκέων ἕδος i. e. in Sparta I. 1.31 Πρωτεσίλα, τὸ τεὸν δ' ἀνδρῶν Ἀχαιῶν ἐν Θυλάκᾳ τέμενος συμβάλλομαι in Phthiotis in Thessaly I. 1.58 παῖδα ποντίας Θέτιος βιατάν, πιστὸν ἕρκος Ἀχαιῶν i. e. of the Greeks at Troy Pae. 6.85 test. dub., v. fr. 259.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ἀχαιός — Achaean masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αχαιός — Όνομα μυθολογικών και ιστορικών προσώπων. 1. Μυθικό πρόσωπο, γενάρχης και ήρωας των Αχαιών, γιος του Ξούθου (γιου του Έλληνα) και της θυγατέρας του Ερεχθέα, Κρέουσας (Απολλόδ. Α’ 7,3 και Στραβ. Η’ 383). Σύμφωνα με άλλες εκδοχές ήταν γιος του… …   Dictionary of Greek

  • Αχαιός — ο ο κάτοικος της Αχαΐας (παλαιότερα ο Έλληνας) …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἀχαιά — Ἀχαιός Achaean neut nom/voc/acc pl Ἀχαιά̱ , Ἀχαιός Achaean fem nom/voc/acc dual Ἀχαιά̱ , Ἀχαιός Achaean fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιόν — Ἀχαιός Achaean masc acc sg Ἀχαιός Achaean neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιαί — Ἀχαιός Achaean fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιοῖς — Ἀχαιός Achaean masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιοῖσι — Ἀχαιός Achaean masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιοῖσιν — Ἀχαιός Achaean masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιοί — Ἀχαιός Achaean masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἀχαιοῦ — Ἀχαιός Achaean masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”